μίτυλος

μίτυλος
μίτυλος, -ύλη, -ον και μύτιλος, -ίλη, -ον (Α)
1. περικεκομμένος, κολοβός, αυτός που δεν έχει κέρατα («τὰν μετύλαν αἶγα», Θεόκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λακεδαίμονες) «μίτυλον
ἔσχατον νήπιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αμφίβολης μορφής και σημασίας. Η μαρτυρία τών τ. μύτιλος και μίτυλος γεννά προβλήματα, καθώς δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποιος πρέπει να θεωρηθεί αρχικός και ποιος σχηματισμένος κατ' αντιστροφή τών φωνηέντων τού αρχικού (πρβλ. μιστύλη: μυστίλη). Κατά μία άποψη οι δύο τ. προέρχονται με ανομοίωση από αρχικό αμάρτυρο τ. *μύτυλος. Ελάχιστα πιθανή θεωρείται η σύνδεση τών τ. με το ρ. μιστύλλω «κομματιάζω». Άλλοι, τέλος, δέχονται ότι η λ. σημαίνει «αυτός που δεν έχει κέρατα» και τή συνδέουν με λατ. mutilus, ενώ η άποψη που θέλει τη λ. να δηλώνει είδος χρώματος παραμένει ανεξακρίβωτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μίτυλος — hornless masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίτυλον — μίτυλος hornless masc acc sg μίτυλος hornless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτιλον — μίτυλος hornless masc acc sg μίτυλος hornless neut nom/voc/acc sg μύτιλος hornless masc acc sg μύτιλος hornless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυτίλης — μίτυλος hornless fem gen sg (attic epic ionic) μύτιλος hornless fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτιλος — μίτυλος hornless masc nom sg μύτιλος hornless masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύτιλος — μύτιλος, ίλη, ον (Α) βλ. μίτυλος …   Dictionary of Greek

  • μιτύλαν — μιτύλᾱν , μίτυλος hornless fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • mai-1 —     mai 1     English meaning: to cut down, work with a sharp instrument     Deutsche Übersetzung: “hauen, abhauen, with einem scharfen Werkzeug bearbeiten”     Note: probably actually mǝi and s lose form besides smēi : smǝi : smī “carve, with a… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”